άθρονος

άθρονος
-η -ο (Α ἄθρονος, -ον) [θρόνος]
αυτός που δεν έχει θρόνο, δεν εγκαταστάθηκε στον θρόνο του ή τόν έχει χάσει (για μέλη βασιλικών ή ηγεμονικών οικογενειών)
αρχ.
ο χωρίς (επισκοπικό) θρόνο
«ἡμῑν... συγχωρήσατ' ἄθρονον βίον» (Γρηγ. Ναζ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”